- πυρπόληση
- ητο άναμμα πυρκαγιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρπόληση — η, / πυρπόλησις, ήσεως, ΝΜΑ [πυρπολῶ] η ενέργεια τού πυρπολώ, το άναμμα πυρκαγιάς, εμπρησμός … Dictionary of Greek
πυρπολήσῃ — πυρπολήσηι , πυρπόλησις wasting with fire fem dat sg (epic) πυρπολέω light and keep up a fire aor subj mid 2nd sg πυρπολέω light and keep up a fire aor subj act 3rd sg πυρπολέω light and keep up a fire fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρησμός — ο (AM ἐμπρησμός) νεοελλ. εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος») αρχ. μσν. πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πυρπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο … Dictionary of Greek
Βαβούλας, Ιωάννης — Ναυμάχος του 1821 από τη Χίο. Τον Μάιο του 1825 πήρε μέρος (με το πυρπολικό του Εμμανουήλ Μπούτη) στην πυρπόληση τουρκικής κορβέτας στον Καφηρέα. Συνέπραξε επίσης, τον Ιούνιο του 1827, στην πυρπόληση μιας κορβέτας στην Αλεξάνδρεια. Από το όνομά… … Dictionary of Greek
Γκιούστος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Κωνσταντίνος. Υπήρξε αρχηγός των νησιωτικών πληρωμάτων του τουρκικού στόλου και συναρχηγός, μαζί με τον Γ. Βούλγαρη, των Υδραίων ναυτών που οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1798 για να… … Dictionary of Greek
πυρπολικός — ή, ό 1. που αναφέρεται ή ανήκει στην πυρπόληση, εμπρηστικός. 2. το ουδ. ως ουσ., πυρπολικό πλοίο με εύφλεκτες ύλες για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλ. μπουρλότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπρησις — ἔμπρησις, η (Α) 1. εμπρησμός, πυρπόληση 2. ιατρ. φλόγωση … Dictionary of Greek
ακρωτήρι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 450 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή, από ανασκαφές που άρχισαν το 1967 και συνεχίζονται ακόμη, ανακαλύφθηκε… … Dictionary of Greek